αφούντωτος

αφούντωτος
η , ο
1) не густой, не ставший густым, пышным, не разросшийся (о растениях); 2) не разгоревшийся (об огне, пламени, костре); 3) перен. не разгоревшийся (о ссоре); не достигший разгара (тж. о пире)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "αφούντωτος" в других словарях:

  • αφούντωτος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει φουντώσει ή δεν φούντωσε ακόμη 2. (κυρίως για φυτά) αυτός που δεν έχει ακόμη πυκνό φύλλωμα ή θύσανο, φούντα …   Dictionary of Greek

  • αφούντωτος — η, ο 1.αυτός που δεν έχει πυκνό φύλλωμα: Το δέντρο ήταν ακόμη αφούντωτο. 2. αυτός που δε φούντωσε (για φωτιά, γλέντι κτλ.): Την ώρα εκείνη το γλέντι ήταν αφούντωτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»